- φρικτόν
- φρικτόςto be shuddered atmasc acc sgφρικτόςto be shuddered atneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
INFORTUNIUM (per) suum — per INFORTUNIUM suum iurandi Veterum mos sollennis, indigitatur Stat. Theb. l. 6. v. 171. ubi Ino Palaemonis defuncti genitrix, per ego haec (inquit) primordia belli Cui peperi: sic aequa gemant mihi funera matres Ogygiae Ovid. item, Met. l. 7.… … Hofmann J. Lexicon universale
γνώμη — η (AM γνώμη) 1. σκέψη, ιδέα, άποψη («σύμφωνη γνώμη, αντίθετη γνώμη, τὴν αὐτὴν ἔχειν γνώμην») 2. θέληση, επιθυμία (α. «δεν τού κάμε τη γνώμη του», β. «ὅρκον ἔκαμαν φρικτὸν γνώμην νὰ ἔχουν μίαν», γ. «κατὰ γνώμην σύμφωνα με την επιθυμία του») 3.… … Dictionary of Greek
εντρέχω — ἐντρέχω (AM) τρέχω μέσα σε κάτι, κινούμαι ελεύθερα μέσα σε κάτι μσν. 1. διαδραματίζομαι, εκτυλίσσομαι («ἔπλασεν ὁ Ἔρως, συγγενῆ, πρᾱγμα φρικτὸν ὀνείρου, τὸ ἀκόμη βλέπω έστηκὼς καὶ ἐντρέχει εἰς ὀφθαλμούς μου») 2. (για πτηνά) διασχίζω τον αέρα αρχ … Dictionary of Greek
φρικτός — ή, ό / φρικτός, ή, όν, ΝΜΑ, και φριχτός Ν [φρίσσω] 1. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικαλέος, φρικιαστικός 2. ειδεχθής, απαίσιος μσν. αυτός που προκαλεί έκπληξη, κατάπληξη («ἀκατάληπτον ὑπάρχει, Δέσποινα, τὸ πεπραγμένον ἐπὶ σοὶ φρικτὸν μυστήριον»,… … Dictionary of Greek
Χριστόδουλος Ακαρνάν — (Ξηρόμερο, Ακαρνανία 1733– Λειψία 1793). Λόγιος, δάσκαλος, ένας από τους μαχητικότερους και πλέον αδιάλλακτους οπαδούς των ιδεών του διαφωτισμού. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνει ο επίσκοπος Πλαταμώνος Διονύσιος, ο πατέρας του X.… … Dictionary of Greek
ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… … Православная энциклопедия